- λόχευμα
- λόχευμα, τὸ (Α) [λοχεύω]1. το παιδί που γεννιέται, το τέκνο («ἔνθα λοχεύματα σέμν' ἐλοχεύσατο Λατὼ Δίοισί σε καρποῑς», Ευρ.)2. η εμφάνιση τού κάλυκα τού άνθους, το άνοιγμα τών μπουμπουκιών («χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ γόνει σπορητὸς κάλυκος ἐν λοχεύμασιν», Αισχύλ.)3. στον πληθ. τὰ λοχεύματαοι ωδίνες τού τοκετού.
Dictionary of Greek. 2013.