λόχευμα

λόχευμα
λόχευμα, τὸ (Α) [λοχεύω]
1. το παιδί που γεννιέται, το τέκνο («ἔνθα λοχεύματα σέμν' ἐλοχεύσατο Λατὼ Δίοισί σε καρποῑς», Ευρ.)
2. η εμφάνιση τού κάλυκα τού άνθους, το άνοιγμα τών μπουμπουκιών («χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ γόνει σπορητὸς κάλυκος ἐν λοχεύμασιν», Αισχύλ.)
3. στον πληθ. τὰ λοχεύματα
οι ωδίνες τού τοκετού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λόχευμα — that which is born neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχευμ' — λόχευμα , λόχευμα that which is born neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχευμάτων — λόχευμα that which is born neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχεύμασιν — λόχευμα that which is born neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχεύματα — λόχευμα that which is born neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχεύμαθ' — λοχεύματα , λόχευμα that which is born neut nom/voc/acc pl λοχεύματι , λόχευμα that which is born neut dat sg λοχεύματε , λόχευμα that which is born neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδιαίος — (I) κραδιαῑος, αία, ον (Α) [κραδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά («κραδιαῑόν τι λόχευμα», Συνέσ.). (II) κραδιαῑος, αία, ον (Α) [κράδη] κατασκευασμένος από ξύλο συκιάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”